γυαλάδα

γυαλάδα
éclat

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • γυαλάδα — η η λάμψη, η στιλπνότητα: Τα βερνικωμένα παπούτσια έχουν γυαλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυαλάδα — η [γυαλίζω] στιλπνότητα …   Dictionary of Greek

  • αίγλη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη Ναϊάς, σύζυγος του ‘Ήλιου, μητέρα των τριών Χαρίτων. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, πάντως, οι Χάριτες είχαν πατέρα τον Δία και μητέρα την Ευρυνόμη. 2. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης.Οι θεοί την έκαναν… …   Dictionary of Greek

  • αλοιμός — ἀλοιμός, ο (Α) (για διακόσμηση τοίχου) γυαλάδα, λουστράρισμα ή σοβάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀλοιμὸς αντί *ἀλοιμμὸς < *ἀλοιφμὸς < ρ. ἀλείφω] …   Dictionary of Greek

  • γάνωμα — το (AM γάνωμα) [γάνος] 1. στιλπνότητα, γυαλάδα 2. επάλειψη τής εσωτερικής επιφάνειας χάλκινων σκευών με κασσίτερο νεοελλ. 1. η επάλειψη πήλινου αγγείου με υλικό λείο και λαμπερό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γανώματα τα χαλκώματα, τα χάλκινα… …   Dictionary of Greek

  • λειότητα — η (AM λειότης, ητος) [λείος] 1. το να είναι κάτι λείο, ομαλότητα επιφάνειας, σε αντιδιαστολή με την τραχύτητα («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.) 2. στιλπνότητα, γυαλάδα αρχ. 1. (για τη φωνή ή για την προφορά) καθαρότητα, γλυκύτητα, απαλότητα 2.… …   Dictionary of Greek

  • λούστρο — το 1. στιλπνό επίχρισμα επιφάνειας, βερνίκι 2. στιλπνότητα, γυαλάδα 3. λουστράρισμα, στίλβωση 4. επιφανειακή πνευματική ή κοινωνική κατάρτιση ατόμου χωρίς βαθιά καλλιέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustro «στιλπνότητα, λάμψη»] …   Dictionary of Greek

  • μερσεριζέ — το βαμβακερό ύφασμα ή νήμα που υποβλήθηκε σε κατεργασία μερσερισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. επιθ. mercerise, e (< merceńser «δίνω γυαλάδα στα βαμβακερά νήματα») από το επώνυμο τού Άγγλου χημικού J. Mercer] …   Dictionary of Greek

  • στιλπνότητα — η / στιλπνότης, ότητος, ΝΜΑ [στιλπνός] η ιδιότητα τού στιλπνού, λαμπρότητα, γυαλάδα (α. «η στιλπνότητα τού χρυσού» β. «στιλπνότης του προσώπου», Άνν. Κομν. γ. «στιλπνότης τῆς σελήνης», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • υαλάδα — η, Ν (παλ. λόγ. τ.) γυαλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + κατάλ. άδα (πρβλ. γυαλ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • αποστίλπνωση — Εργασία στο στάδιο τελειοποίησης των μάλλινων και ανάμεικτων μάλλινων υφασμάτων, με την οποία επιτυγχάνονται τα ακόλουθα αποτελέσματα: το ύφασμα σταθεροποιείται ως προς την όψη του και τις διαστάσεις του, έτσι ώστε κατά τη διάρκεια της χρήσης του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”